- προσεπέτειναν
- προσεπιτείνωstretch still furtheraor ind act 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεπιτείνω — ΜΑ [ἐπιτείνω] τονίζω ακόμη πιο έντονα (α. «προσεπιτείνει δὲ τὴν εἰς τὸν τόπον ἀπορίαν καὶ ὁ Ἰωάννης», Ωριγ. β. «ὁ προφήτης προσεπιτείνει λέγων ὅτι...», Ωριγ) αρχ. 1. στενοχωρώ ακόμη περισσότερο 2. καθιστώ ακόμη κάτι πιο ισχυρό 3. επιβάλλω… … Dictionary of Greek